Του Νίκου Κοτζιά
Παλαιότερα, η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν συχνά οι σύμμαχοι των μικρομεσαίων κρατών μελών της ΕΕ. Χάρη σε αυτή τη συμμαχία, διευκολύνονται οι θεσμοί της ΕΕ να αντιστέκονται στον άξονα Βερολίνου-Παρισιού. Ταυτόχρονα διασφαλιζόταν η σχετική αυτονομία και ο ειδικός τους ρόλο εντός του συστήματος της ΕΕ. Αντίστοιχα τα μικρομεσαία κράτη εύρισκαν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς στηρίγματα για να μην τους καταβροχθίσουν οι μεγάλοι.Με την όλο και μεγαλύτερη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η Επιτροπή εγκατέλειψε τον ιστορικό της ρόλο και άρχισε, ιδιαίτερα στην εποχή μετά τον Ντελόρ, να συνεννοείται με τον άξονα Παρίσι-Βερολίνο και να δείχνει προθέσεις υποταγής στο τελευταίο. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα υπόσκαψης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια η ΕΕ κινήθηκε με την άμεση πλέον «καθοδήγηση» της Γερμανίας, ενώ η Γαλλία «ξέπεσε» σε έναν δεύτερο ρόλο εντός του άξονα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα προβλήματα δεν λύνονται εντός των ευρωπαϊκών θεσμών και στη βάση της ισότητας των κρατών-μελών, αλλά από ένα διευθυντήριο σε διακρατική βάση. Σε αυτό συμμετέχει η Γερμανία με ένα μικρό γαλαξία κρατών, όπως είναι η Γαλλία, αλλά και η Ολλανδία, Φιλανδία, Αυστρία, ως χώρες πλεονασματικές. Στις διακρατικές «δράσεις» δεν συμμετέχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που τυπικά οι τελευταίες συνθήκες το έχουν αναβαθμίσει, ενώ η Επιτροπή περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή. Με άλλα λόγια, η Γερμανία όχι μόνο δρα αυταρχικά και αλαζονικά έναντι κρατών-μελών της ΕΕ με χρηματοπιστωτικά προβλήματα, αλλά για πρώτη φορά και έναντι των κεντρικών κοινοτικών θεσμών της ΕΕ. Αυτό το καινούργιο φαινόμενο είναι που ανάγκασε μέλη της Επιτροπής, να δηλώσουν ότι «οι γερμανοί δείχνουν ασέβεια απέναντι στα όργανα της Ένωσης».Η ασέβεια των Γερμανών έναντι των θεσμών της ΕΕ και η αλαζονεία και αυταρχισμός έναντι των κρατών-μελών που η οικονομία τους βρίσκεται σε ύφεση, είναι στοιχεία μιας συνολικά επικίνδυνης στρατηγικής της Γερμανίας που ιστορικά, για άλλη μια φορά, παίζει με τη φωτιά ρίχνοντας στις φλόγες βενζίνη. Αυτή την Βενζίνη την παρουσιάζει η ίδια ως την απαραίτητη «οικονομική ηθική». Δηλαδή, δηλώνει ότι εναντιώνεται στην αύξηση της ρευστότητας στην ευρωζώνη, στο ευρωομόλογο και στην παροχή φτηνών δανείων της ΕΚΤ προς τα κράτη, διότι, υποστηρίζει, αν συμβεί κάτι τέτοιο δεν θα υπάρξει η απαιτούμενη πειθαρχία στα κράτη με ελλείμματα και δεν θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα. Η αλήθεια είναι ακριβώς αντίστροφη. Η Γερμανία δεν θέλει να ληφθούν άμεσα τα μέτρα ανακούφισης της ευρωζώνης διότι επιθυμεί προηγουμένως να έχει «λάβει» από τα λιγότερο ισχυρά κράτη-μέλη όλα όσα παράλογα απαιτεί. Την δημόσια τους περιουσία, των έλεγχο των οικονομιών τους, την συνταγματοποίηση σε αυτά των γερμανικών αντιλήψεων. Με άλλα λόγια η Γερμανία δεν εμφανίζεται ως ένας ευγενικός ηγεμόνας, πράγμα που ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει, αλλά ως μια ηγέτιδα δύναμη που απαιτεί από τους άλλους συνεχείς παραχωρήσεις και εκχωρήσεις.Το χειρότερο, βέβαια, δεν είναι το τι απαιτεί η Γερμανία, ούτε, ίσως, ο ουσιαστικός αντιδημοκρατισμός και αντιευρωπαϊσμός του διευθυντηρίου που έχει εγκαταστήσει στη καρδιά της ευρωζώνης, αλλά ότι αυτές οι παράλογες απαιτήσεις της γίνονται «μετά χαράς» και ευμενώς αποδεκτές από την ελληνική διορισμένη πολιτική ηγεσία. Η τελευταία θεωρεί αυτονόητο να αποδέχεται οποιαδήποτε απαίτηση από την Γερμανία, συχνά να προτρέχει της αυταρχικής λογικής της τελευταίας. Ας μου πει κάποιος έστω και μια ουσιαστική αντίρρηση της ελληνικής ηγεσίας στις απαιτήσεις του Βερολίνου.Με τις απαιτήσεις και την επιβολή τους, η Γερμανία έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε απαξίωση. Όταν αντιληφθεί τα αδιέξοδα της πολιτικής της, ή αποφασίσει να κάνει στροφή αφού θα έχει πάρει ότι διεκδικεί σήμερα, τότε η ΕΕ θα βρίσκεται ήδη στο χείλος του γκρεμού και ο λογαριασμός θα αφορά και το Βερολίνο.
Παλαιότερα, η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν συχνά οι σύμμαχοι των μικρομεσαίων κρατών μελών της ΕΕ. Χάρη σε αυτή τη συμμαχία, διευκολύνονται οι θεσμοί της ΕΕ να αντιστέκονται στον άξονα Βερολίνου-Παρισιού. Ταυτόχρονα διασφαλιζόταν η σχετική αυτονομία και ο ειδικός τους ρόλο εντός του συστήματος της ΕΕ. Αντίστοιχα τα μικρομεσαία κράτη εύρισκαν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς στηρίγματα για να μην τους καταβροχθίσουν οι μεγάλοι.Με την όλο και μεγαλύτερη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η Επιτροπή εγκατέλειψε τον ιστορικό της ρόλο και άρχισε, ιδιαίτερα στην εποχή μετά τον Ντελόρ, να συνεννοείται με τον άξονα Παρίσι-Βερολίνο και να δείχνει προθέσεις υποταγής στο τελευταίο. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα υπόσκαψης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια η ΕΕ κινήθηκε με την άμεση πλέον «καθοδήγηση» της Γερμανίας, ενώ η Γαλλία «ξέπεσε» σε έναν δεύτερο ρόλο εντός του άξονα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα προβλήματα δεν λύνονται εντός των ευρωπαϊκών θεσμών και στη βάση της ισότητας των κρατών-μελών, αλλά από ένα διευθυντήριο σε διακρατική βάση. Σε αυτό συμμετέχει η Γερμανία με ένα μικρό γαλαξία κρατών, όπως είναι η Γαλλία, αλλά και η Ολλανδία, Φιλανδία, Αυστρία, ως χώρες πλεονασματικές. Στις διακρατικές «δράσεις» δεν συμμετέχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που τυπικά οι τελευταίες συνθήκες το έχουν αναβαθμίσει, ενώ η Επιτροπή περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή. Με άλλα λόγια, η Γερμανία όχι μόνο δρα αυταρχικά και αλαζονικά έναντι κρατών-μελών της ΕΕ με χρηματοπιστωτικά προβλήματα, αλλά για πρώτη φορά και έναντι των κεντρικών κοινοτικών θεσμών της ΕΕ. Αυτό το καινούργιο φαινόμενο είναι που ανάγκασε μέλη της Επιτροπής, να δηλώσουν ότι «οι γερμανοί δείχνουν ασέβεια απέναντι στα όργανα της Ένωσης».Η ασέβεια των Γερμανών έναντι των θεσμών της ΕΕ και η αλαζονεία και αυταρχισμός έναντι των κρατών-μελών που η οικονομία τους βρίσκεται σε ύφεση, είναι στοιχεία μιας συνολικά επικίνδυνης στρατηγικής της Γερμανίας που ιστορικά, για άλλη μια φορά, παίζει με τη φωτιά ρίχνοντας στις φλόγες βενζίνη. Αυτή την Βενζίνη την παρουσιάζει η ίδια ως την απαραίτητη «οικονομική ηθική». Δηλαδή, δηλώνει ότι εναντιώνεται στην αύξηση της ρευστότητας στην ευρωζώνη, στο ευρωομόλογο και στην παροχή φτηνών δανείων της ΕΚΤ προς τα κράτη, διότι, υποστηρίζει, αν συμβεί κάτι τέτοιο δεν θα υπάρξει η απαιτούμενη πειθαρχία στα κράτη με ελλείμματα και δεν θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα. Η αλήθεια είναι ακριβώς αντίστροφη. Η Γερμανία δεν θέλει να ληφθούν άμεσα τα μέτρα ανακούφισης της ευρωζώνης διότι επιθυμεί προηγουμένως να έχει «λάβει» από τα λιγότερο ισχυρά κράτη-μέλη όλα όσα παράλογα απαιτεί. Την δημόσια τους περιουσία, των έλεγχο των οικονομιών τους, την συνταγματοποίηση σε αυτά των γερμανικών αντιλήψεων. Με άλλα λόγια η Γερμανία δεν εμφανίζεται ως ένας ευγενικός ηγεμόνας, πράγμα που ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει, αλλά ως μια ηγέτιδα δύναμη που απαιτεί από τους άλλους συνεχείς παραχωρήσεις και εκχωρήσεις.Το χειρότερο, βέβαια, δεν είναι το τι απαιτεί η Γερμανία, ούτε, ίσως, ο ουσιαστικός αντιδημοκρατισμός και αντιευρωπαϊσμός του διευθυντηρίου που έχει εγκαταστήσει στη καρδιά της ευρωζώνης, αλλά ότι αυτές οι παράλογες απαιτήσεις της γίνονται «μετά χαράς» και ευμενώς αποδεκτές από την ελληνική διορισμένη πολιτική ηγεσία. Η τελευταία θεωρεί αυτονόητο να αποδέχεται οποιαδήποτε απαίτηση από την Γερμανία, συχνά να προτρέχει της αυταρχικής λογικής της τελευταίας. Ας μου πει κάποιος έστω και μια ουσιαστική αντίρρηση της ελληνικής ηγεσίας στις απαιτήσεις του Βερολίνου.Με τις απαιτήσεις και την επιβολή τους, η Γερμανία έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε απαξίωση. Όταν αντιληφθεί τα αδιέξοδα της πολιτικής της, ή αποφασίσει να κάνει στροφή αφού θα έχει πάρει ότι διεκδικεί σήμερα, τότε η ΕΕ θα βρίσκεται ήδη στο χείλος του γκρεμού και ο λογαριασμός θα αφορά και το Βερολίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου