To
1997 o Σωτήρης Γκορίτσας γύρισε το «Βαλκανιζατέρ», μια έξυπνη
κωμωδία-ταινία δρόμου που γνώρισε μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική
επιτυχία.
Στην ταινία δύο τριανταπεντάρηδες φίλοι με οικονομικά προβλήματα ξεκινούν από μία επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας με ένα παλιό αυτοκίνητο για να πραγματοποιήσουν ένα «μεγάλο κόλπο», που θα τους επέτρεπε να «πιάσουν την καλή». Το σχέδιο περιελάμβανε μετάβαση στη Βουλγαρία, όπου θα μετέτρεπαν ένα ποσό χρημάτων που είχαν συγκεντρώσει από δραχμές σε λέβα και ακολούθως στην Ελβετία, όπου θα μετατρέπονταν τα λέβα σε δολάρια και με κάποιο μαγικό και εν πολλοίς ακατανόητο τρόπο θα πολλαπλασίαζαν το αρχικό τους κεφάλαιο, ξεγελώντας ταυτόχρονα τους «καθυστερημένους βαλκάνιους» Βούλγαρους αλλά και τους «κουτόφραγκους» Ελβετούς τραπεζίτες....
Όπως αντιλαμβάνεσθε, το σχέδιο της ελληνικής ατσιδοσύνης απέτυχε παταγωδώς, το ταξίδι όμως αυτό, ωφέλησε τους δύο φίλους ως σουρεαλιστική (είναι η αλήθεια) πορεία προς την αυτογνωσία αλλά και ως περαιτέρω σφυρηλάτηση της φιλίας τους.
Η κορυφαία ίσως σκηνή της ταινίας εκτυλίσσεται στη Ζυρίχη, όπου, αφού εντοπίζουν τη συγκεκριμένη τράπεζα, όπου σύμφωνα με «ασφαλείς» πληροφορίες που είχαν, θα μπορούσαν να κάνουν την νομισματική ανταλλαγή με επωφελή γι’αυτούς ισοτιμία, αποφασίζουν να παρκάρουν τη σακαράκα τους ακριβώς έξω από το κτίριο της τράπεζας και πάνω στις γραμμές του τραμ.
Σύντομα το τραμ έρχεται, ο οδηγός του αντιμετωπίζει, πιθανότατα για πρώτη φορά στην καριέρα του ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο να του κλείνει το δρόμο, δημιουργείται σύγχυση, ένας βλοσυρός τροχονόμος πλησιάζει να δει τι γίνεται και ο εξερχόμενος βιαστικά από την τράπεζα συμπατριώτης μας «επενδυτής» ζητά με ύφος ταλαιπωρημένης οικειότητας την κατανόηση του εμβρόντητου τροχονόμου με την ατάκα: «Μισό λεπτάκι, ρε φίλε», σε άπταιστα ελληνικά, με ταυτόχρονη επίδειξη των τελευταίων δύο φαλάγγων του δείκτη του.
Η σκηνή αυτή σκιαγραφεί, παρωδώντας εκπληκτικά, όλη την προβληματική που μπορεί να αναπτύξει κανείς για την αντίληψη των σχέσεων μας με την Ευρώπη.
Η Ελλάδα από την ναυμαχία του Ναυαρίνου (που σφράγισε τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού έθνους-κράτους) και εντεύθεν συνδέθηκε (καλώς ή κακώς, καλώς ισχυρίζομαι εγώ) πολιτικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά με τη Δυτική Ευρώπη.
Εντούτοις, δεν έπαψε ποτέ να ταλανίζεται από τη διαμάχη δύο ισχυρών ιδεολογικοπολιτικοπολιστικών ρευμάτων. Αδρά: από την μία οι νεωτεριστές, εκσυγχρονιστές, δυτικότροποι οπαδοί του ορθολογισμού και των αρχών του διαφωτισμού και της ανεξιθρησκείας και από την άλλη οι οι φορείς της παράδοσης, της ορθοδοξίας, θιασώτες της αδιάλειπτης μακραίωνης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, νοσταλγοί του αυτοκρατορικού κλέους του Βυζαντίου και καχύποπτοι απέναντι στη φραγκική Δύση των πάλαι ποτέ σταυροφόρων.
Έξω από τις εκκλησίες μας (αλλά και στα ελληνικά γήπεδα, για τους συντρόφους ΑΕΚτζήδες ου μην και ΠΑΟΚτζήδες) ανεμίζουν οι δικέφαλοι αετοί του Βυζαντίου, όπου το ένα κεφάλι κοιτά στη Δύση και το άλλο ατενίζει την Ανατολή. Αν σε πολιτικό επίπεδο η χώρα προσανατολίσθηκε σταθερά προς τη Δύση, σε επίπεδο πνευματικό, πολιτιστικό, εθιμικό, φαντασιακό και θυμικό ο Έλληνας παρέμεινε εν πολλοίς διχασμένος: Ευρωπαίος αλλά και Ανατολίτης.
Η ψυχοπνευματική μας στάση απέναντι στην οικονομικά, διοικητικά, τεχνολογικά και κοινωνικά προηγμένη Δύση ήταν και παραμένει ένα περίεργο μείγμα συμπλέγματος ανωτερότητας-κατωτερότητας: Μάθαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας κληρονόμους (αν και όχι συνεχιστές) του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της γραμματείας και άρα κληρονομικώ δικαιώματι γεννήτορες ολόκληρου του Δυτικού πολιτισμού από την Αναγέννηση και μετά.
Για να τα συνταιριάξουμε όλα αυτά και να προσπεράσουμε τις καταφανείς αντιφάσεις επινοήσαμε και την έννοια του λεγομένου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και πορευόμασταν. Αποκαλούσαμε την Ελλάδα «ψωροκώσταινα», αλλά επαιρόμασταν και ότι «όταν εμείς (ποιοι;) χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς τρώγατε βελανίδια». Αισθανόμασταν μειονεξία και διαλαλούσαμε υπεροχή. Όταν παραδεχόμασταν την κακοδαιμονία μας, την αποδίδαμε στην τουρκική σκλαβιά και τα οθωμανικά κατάλοιπα που ακόμη δυσκολευόμαστε να ξεριζώσουμε. Όπως και να έχει, αισθανόμασταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, η προσέγγιση ήταν: εμείς και εκείνοι.
Στην ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους σπάνια βρέθηκαν ηγέτες διαμετρήματος επαρκούς για να συγκεράσουν δημιουργικά τα δύο κυρίαρχα αντιμαχόμενα ρεύματα, αλλά όποτε αυτό συνέβη, ο τόπος έκανε σημαντικά βήματα μπροστά. Οι Έλληνες πάντως, πολέμησαν με θάρρος και αυταπάρνηση σε δύο παγκοσμίους πολέμους, βρέθηκαν και τις δύο φορές με την πλευρά των νικητών, και με άλλοτε πιο ταχύ και άλλοτε με βραδύτερο ρυθμό η χώρα προοόδευε.
Παρά το έντονα αντιαμερικανικό (και συνεπακόλουθα αντιδυτικό-αντιευρωπαϊκό) κλίμα που επικράτησε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η σοβαρή επιμονή και το πείσμα του Καραμανλή οδήγησαν την χώρα στην Ε.Ο.Κ. και μετέπειτα Ε.Ε.
Ο ευρωπαϊσμός (μετά και τη στροφή του ΠΑΣΟΚ και του Α. Παπανδρέου στο θέμα αυτό) φάνηκε σταδιακά να επικρατεί ως κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίως γιατί εγγυάτο ειρήνη, ασφάλεια, δημοκρατία, σεβασμό των φιλελεύθερων δυτικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ευημερία. Στην πορεία όμως, σε όλη αυτή την τεκμηρίωση του ευρωπαϊσμού, το κυρίαρχο επιχείρημα έγινε η ευημερία, ο ευδαιμονισμός. Τα υπόλοιπα θεωρήθηκαν δεδομένα και ατρόφησαν ως ζητούμενα. Η Ευρώπη για τον Έλληνα πλέον, δεν ήταν ο διαφωτισμός, ο ορθός λόγος, οι πολιτικές ελευθερίες, ήταν οι επιδοτήσεις, τα ΜΟΠ, τα πακέτα Ντελόρ, τα ΕΣΠΑ και αργότερα το ευρώ ως σκληρό νόμισμα, τα φθηνά εισαγόμενα, τα εύκολα ταξίδια στο εξωτερικό, το «φθηνό» δανεικό χρήμα.
Η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη δεν αντιμετωπίσθηκε ως αναπτυξιακή πρόκληση αλλά ως καταναλωτικό πάρτυ. Η αποσάρθρωση της παραγωγικής μας βάσης δεν απασχολούσε κανέναν, το «δάνειο» χρήμα έρεε άφθονο και συζητούσαμε μόνο για το πόσο γρήγορα θα συγκλίνει η αγοραστική μας δύναμη με αυτή των Γερμανών και των Ολλανδών.
Το πόσο τα ελληνικά πανεπιστήμια ή τα νοσοκομεία ή οι πολεοδομίες έμοιαζαν με τα αντίστοιχα γερμανικά ή ολλανδικά, και τι θα έπρεπε να κάνουμε για να μοιάσουν, ήταν θέματα δευτερευούσης σημασίας.
H είσοδος του «σκληρού» ευρώ στα πορτοφόλια μας, μας έκανε ξαφνικά να αισθανόμαστε πλούσιοι, αλλά ταυτόχρονα μας έκανε για πρώτη φορά να αισθανόμαστε Ευρωπαίοι,.... για τους λάθος λόγους, αλλά Ευρωπαίοι.
Σε όλες τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης που διενεργούνταν από επίσημους φορείς όπως το Ευρωβαρόμετρο σε όλη την προηγούμενη δεκαετία, η χώρα όπου η Ε.Ε. και το ευρώ έχαιραν της υψηλότερης αποδοχής ήταν σταθερά η Ελλάδα. Μάλιστα, μας φαινόταν ακατανόητος ο ευρω-σκεπτικισμός, άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπου και δημοψηφίσματα γίνονταν και συχνά τα αποτελέσματα τους ήταν αρνητικά.
Συνθήκες όπως του Σένγκεν και της Λισσαβόνας, που αφορούσαν την θεσμική ανασυγκρότηση της Ευρώπης, στην Ελλάδα συζητήθηκαν από λίγο έως καθόλου.
Το τι είδους Ευρώπη χτιζόταν, ποια ήταν η αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος, ποια θα ήταν η θέση μας μέσα στο σκηνικό αυτό, δεν μας προβλημάτιζαν, στο βαθμό που μπορούσαμε να αγοράζουμε φθηνά τηλεοράσεις με επίπεδη οθόνη. Η αγοραστική μας δύναμη έδινε το μέτρο και αποδείκνυε τον «εξ-ευρωπαϊσμό» μας. Ήταν όμως ένας εξευρωπαϊσμός ρηχός και επιδερμικός, που δεν άγγιξε ποτέ την φιλοσοφία μας, το αξιακό μας σύστημα, το οργανωτικό μας μοντέλο ή τις βαθύτερες αντιλήψεις μας.
...Και ύστερα ήρθε η κρίση...
Η φούσκα του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ έσκασε αλλά το τσουνάμι χτύπησε πιο επιθετικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Απαράσκευοι και μακάριοι γίναμε ο πρώτος κρίκος μιας έτσι και αλλιώς αδύναμης αλυσίδας που έσπασε, αναδεικνύοντας τις θεσμικές αδυναμίες της ευρωζώνης και την κοντόφθαλμη οπτική των πολιτικών της ηγετών.
Για μας, η στρόφιγγα της χρηματοδότησης της βασισμένης στην κατανάλωση ανάπτυξης έκλεισε απότομα και μπήκαμε στο θανατηφόρο σπιράλ της λιτότητας, υπερφορολόγησης, ύφεσης, νέας διόγκωσης των ελλειμμάτων, νέων σκληρότερων μέτρων κοκ.
Μη όντας μαθημένοι (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών μας) να σκεφθόμασθε ως Ευρωπαίοι πολίτες, δεν μπορέσαμε να αναδείξουμε και να προβάλλουμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η κρίση ήταν πρόβλημα πρωτίστως και κυρίως για το κοινό μας νόμισμα, ότι η ελληνική κρίση δανεισμού ήταν αμελητέο ζήτημα μπροστά στο ντόμινο που θα μπορούσε να ακολουθήσει (και ακολούθησε), ότι η λύση (πέραν της προσπάθειας διόρθωσης των δικών μας αβελτηριών) δεν μπορούσε παρά να είναι πολιτική και ευρωπαϊκή.
Δεν δείξαμε ότι ενδιαφερόμασταν για το κοινό μας σπίτι, δεν προτείναμε επί της ουσίας τίποτα: ζητιανέψαμε βοήθεια και πήραμε ότι μας έδωσαν, δίνοντας χωρίς διαπραγμάτευση και εναλλακτικό σχέδιο υποσχέσεις, που ξέραμε ότι δεν θα μπορούσαμε να τηρήσουμε.
Το ιταμό ύφος των μεσαίου επιπέδου χαρτογιακάδων-αξιωματούχων της τρόϊκα, η ταπεινωτική και ξεδιάντροπη συμπεριφορά των Μερ-κοζί στην ελληνική πολιτική ηγεσία, τα χυδαία δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού λαϊκίστικου τύπου, οι εκβιασμοί με την έκτη δόση και οι ωμές παρεμβάσεις των δανειστών στην πολιτική ζωή του τόπου έριξαν και ρίχνουν λάδι στη φωτιά ενός νέου αντιευρωπαϊσμού που ανάβει στην χώρα, αλλά δεν είναι η βαθύτερη αιτία. Η βαθύτερη αιτία είναι ότι η Ευρώπη δεν σημαίνει πια και δεν ταυτίζεται με την ευημερία.
Οι εταίροι-χρηματοδότες έγιναν στο μυαλό μας επικυρίαρχοι κατακτητές, κυρίως (όχι μόνο βέβαια) γιατί σταμάτησαν να χρηματοδοτούν. Ο Παπανδρέου δεν έπεσε όταν υπέγραφε (κατά τρόπο πιθανότατα αντισυνταγματικό) το μνημόνιο και την μειωτική της εθνικής μας κυριαρχίας δανειακή σύμβαση. Έπεσε, όταν με τις ακροβασίες του δημοψηφίσματος έθεσε εν αμφιβόλω την έκτη δόση.
Την μάχη της εθνικής μας αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας μας πρέπει οπωσδήποτε να τη δώσουμε και να καταρρίψουμε τους γελοίους και παράλογους ισχυρισμούς ότι η ολόκληρη η ευρωζώνη και το διεθνές οικονομικό σύστημα κινδυνεύουν με δική μας ευθύνη.
Πρέπει να διατυπώσουμε και να υπερασπισθούμε σθεναρά, αναζητώντας και τους κατάλληλους συμμάχους εντός της Ε.Ε, προτάσεις για την πολιτική και οικονομική εμβάθυνση της Ευρώπης, για πολιτικές οικονομικής ανάπτυξης, για τερματισμό του αδιέξοδου, εμμονικού γερμανικού μονεταρισμού που γίνεται όχημα για τη για τη γερμανική πολιτική επικυριαρχία στην Ευρώπη (και είναι πιθανό να οδηγήσει και στη διάλυση της ακόμη).
Ότι όμως και να γίνει στα μέτωπα αυτά, πρέπει να στοχασθούμε, να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε εμείς, τι κοινωνία θέλουμε να χτίσουμε, τι παραγωγική βάση, τι διοίκηση, ποια θα είναι η θέση μας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, τι προϊόντα και υπηρεσίες θα προσφέρουμε, ποια είναι τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και πως θα τα εκμεταλλευθούμε. Και ΝΑΙ, να δούμε και να υιοθετήσουμε τα δυτικοευρωπαϊκά εκείνα γνωρίσματα και κεκτημένα που αρμόζουν στον πολιτισμό μας και θα κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και την κοινωνική μας λειτουργία πιο εύρρυθμη.
Δεν χρειάζεται καμία τρόϊκα και κανένας δανειστής να μας επιβάλουν απλό, εύχρηστο, σταθερό φορολογικό περιβάλλον, απόδοση της δικαιοσύνης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, απλοποίηση των διαδικασιών για την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, διαφάνεια και αξιολόγηση στη διοίκηση, διαρκή αξιολόγηση στην παιδεία, ηλεκτρονική συνταγογράφηση, ολοκλήρωση της κτηματογράφησης και σαφή ορισμό των χρήσεων γης, ανακύκλωση των σκουπιδιών, σεβασμό και επιβολή των νόμων, κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας.
Τα ανωτέρω δεν είναι σοφίες, ούτε πρωτοτυπίες. Γίνονται σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο εκτός από την χώρα μας, όπου όλοι σχεδόν συμφωνούμε ότι πρέπει να προχωρήσουν. Ας τα κάνουμε επιτέλους, γιατί είναι επιλογή μας και όχι γιατί μας επιβάλλονται.
Η υιοθέτηση ευρωπαϊκών μοντέλων θεσμικής συγκρότησης και κοινωνικοοικονομικής λειτουργίας προσαρμοσμένων και εμπλουτισμένων με τη δημιουργικότητα και την ευρηματικότητα του Έλληνα μπορεί μόνο να μας ωφελήσει . Για τους λάτρεις του καλού ποδοσφαίρου σκεφθείτε το παράδειγμα της Μπαρτσελόνα: υιοθέτησε το παραγωγικό μοντέλο των ολλανδικών ακαδημιών (του Άγιαξ) και το εμπλούτισε με την φινέτσα, το πάθος και την τεχνική της λατινικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας δημιουργώντας την υπερομάδα που θαυμάζουν και σέβονται φίλοι και εχθροί.
Κλείνοντας να υπενθυμίσω ότι ο Καποδίστριας που προσπάθησε να στήσει στα πόδια του και να εκσυγχρονίσει τον φτωχό αυτό τόπο συνάντησε ανυπέρβλητες αντιδράσεις και δολοφονήθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα μας επιβλήθηκε ο ξενόφερτος Όθωνας και οι αντιβασιλείς του.
Είναι νομίζω καλύτερο να προσπαθήσουμε να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας.
Του Σταμάτη Κυρζόπουλου*
Στην ταινία δύο τριανταπεντάρηδες φίλοι με οικονομικά προβλήματα ξεκινούν από μία επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας με ένα παλιό αυτοκίνητο για να πραγματοποιήσουν ένα «μεγάλο κόλπο», που θα τους επέτρεπε να «πιάσουν την καλή». Το σχέδιο περιελάμβανε μετάβαση στη Βουλγαρία, όπου θα μετέτρεπαν ένα ποσό χρημάτων που είχαν συγκεντρώσει από δραχμές σε λέβα και ακολούθως στην Ελβετία, όπου θα μετατρέπονταν τα λέβα σε δολάρια και με κάποιο μαγικό και εν πολλοίς ακατανόητο τρόπο θα πολλαπλασίαζαν το αρχικό τους κεφάλαιο, ξεγελώντας ταυτόχρονα τους «καθυστερημένους βαλκάνιους» Βούλγαρους αλλά και τους «κουτόφραγκους» Ελβετούς τραπεζίτες....
Όπως αντιλαμβάνεσθε, το σχέδιο της ελληνικής ατσιδοσύνης απέτυχε παταγωδώς, το ταξίδι όμως αυτό, ωφέλησε τους δύο φίλους ως σουρεαλιστική (είναι η αλήθεια) πορεία προς την αυτογνωσία αλλά και ως περαιτέρω σφυρηλάτηση της φιλίας τους.
Η κορυφαία ίσως σκηνή της ταινίας εκτυλίσσεται στη Ζυρίχη, όπου, αφού εντοπίζουν τη συγκεκριμένη τράπεζα, όπου σύμφωνα με «ασφαλείς» πληροφορίες που είχαν, θα μπορούσαν να κάνουν την νομισματική ανταλλαγή με επωφελή γι’αυτούς ισοτιμία, αποφασίζουν να παρκάρουν τη σακαράκα τους ακριβώς έξω από το κτίριο της τράπεζας και πάνω στις γραμμές του τραμ.
Σύντομα το τραμ έρχεται, ο οδηγός του αντιμετωπίζει, πιθανότατα για πρώτη φορά στην καριέρα του ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο να του κλείνει το δρόμο, δημιουργείται σύγχυση, ένας βλοσυρός τροχονόμος πλησιάζει να δει τι γίνεται και ο εξερχόμενος βιαστικά από την τράπεζα συμπατριώτης μας «επενδυτής» ζητά με ύφος ταλαιπωρημένης οικειότητας την κατανόηση του εμβρόντητου τροχονόμου με την ατάκα: «Μισό λεπτάκι, ρε φίλε», σε άπταιστα ελληνικά, με ταυτόχρονη επίδειξη των τελευταίων δύο φαλάγγων του δείκτη του.
Η σκηνή αυτή σκιαγραφεί, παρωδώντας εκπληκτικά, όλη την προβληματική που μπορεί να αναπτύξει κανείς για την αντίληψη των σχέσεων μας με την Ευρώπη.
Η Ελλάδα από την ναυμαχία του Ναυαρίνου (που σφράγισε τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού έθνους-κράτους) και εντεύθεν συνδέθηκε (καλώς ή κακώς, καλώς ισχυρίζομαι εγώ) πολιτικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά με τη Δυτική Ευρώπη.
Εντούτοις, δεν έπαψε ποτέ να ταλανίζεται από τη διαμάχη δύο ισχυρών ιδεολογικοπολιτικοπολιστικών ρευμάτων. Αδρά: από την μία οι νεωτεριστές, εκσυγχρονιστές, δυτικότροποι οπαδοί του ορθολογισμού και των αρχών του διαφωτισμού και της ανεξιθρησκείας και από την άλλη οι οι φορείς της παράδοσης, της ορθοδοξίας, θιασώτες της αδιάλειπτης μακραίωνης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, νοσταλγοί του αυτοκρατορικού κλέους του Βυζαντίου και καχύποπτοι απέναντι στη φραγκική Δύση των πάλαι ποτέ σταυροφόρων.
Έξω από τις εκκλησίες μας (αλλά και στα ελληνικά γήπεδα, για τους συντρόφους ΑΕΚτζήδες ου μην και ΠΑΟΚτζήδες) ανεμίζουν οι δικέφαλοι αετοί του Βυζαντίου, όπου το ένα κεφάλι κοιτά στη Δύση και το άλλο ατενίζει την Ανατολή. Αν σε πολιτικό επίπεδο η χώρα προσανατολίσθηκε σταθερά προς τη Δύση, σε επίπεδο πνευματικό, πολιτιστικό, εθιμικό, φαντασιακό και θυμικό ο Έλληνας παρέμεινε εν πολλοίς διχασμένος: Ευρωπαίος αλλά και Ανατολίτης.
Η ψυχοπνευματική μας στάση απέναντι στην οικονομικά, διοικητικά, τεχνολογικά και κοινωνικά προηγμένη Δύση ήταν και παραμένει ένα περίεργο μείγμα συμπλέγματος ανωτερότητας-κατωτερότητας: Μάθαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας κληρονόμους (αν και όχι συνεχιστές) του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της γραμματείας και άρα κληρονομικώ δικαιώματι γεννήτορες ολόκληρου του Δυτικού πολιτισμού από την Αναγέννηση και μετά.
Για να τα συνταιριάξουμε όλα αυτά και να προσπεράσουμε τις καταφανείς αντιφάσεις επινοήσαμε και την έννοια του λεγομένου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και πορευόμασταν. Αποκαλούσαμε την Ελλάδα «ψωροκώσταινα», αλλά επαιρόμασταν και ότι «όταν εμείς (ποιοι;) χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς τρώγατε βελανίδια». Αισθανόμασταν μειονεξία και διαλαλούσαμε υπεροχή. Όταν παραδεχόμασταν την κακοδαιμονία μας, την αποδίδαμε στην τουρκική σκλαβιά και τα οθωμανικά κατάλοιπα που ακόμη δυσκολευόμαστε να ξεριζώσουμε. Όπως και να έχει, αισθανόμασταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, η προσέγγιση ήταν: εμείς και εκείνοι.
Στην ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους σπάνια βρέθηκαν ηγέτες διαμετρήματος επαρκούς για να συγκεράσουν δημιουργικά τα δύο κυρίαρχα αντιμαχόμενα ρεύματα, αλλά όποτε αυτό συνέβη, ο τόπος έκανε σημαντικά βήματα μπροστά. Οι Έλληνες πάντως, πολέμησαν με θάρρος και αυταπάρνηση σε δύο παγκοσμίους πολέμους, βρέθηκαν και τις δύο φορές με την πλευρά των νικητών, και με άλλοτε πιο ταχύ και άλλοτε με βραδύτερο ρυθμό η χώρα προοόδευε.
Παρά το έντονα αντιαμερικανικό (και συνεπακόλουθα αντιδυτικό-αντιευρωπαϊκό) κλίμα που επικράτησε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η σοβαρή επιμονή και το πείσμα του Καραμανλή οδήγησαν την χώρα στην Ε.Ο.Κ. και μετέπειτα Ε.Ε.
Ο ευρωπαϊσμός (μετά και τη στροφή του ΠΑΣΟΚ και του Α. Παπανδρέου στο θέμα αυτό) φάνηκε σταδιακά να επικρατεί ως κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίως γιατί εγγυάτο ειρήνη, ασφάλεια, δημοκρατία, σεβασμό των φιλελεύθερων δυτικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ευημερία. Στην πορεία όμως, σε όλη αυτή την τεκμηρίωση του ευρωπαϊσμού, το κυρίαρχο επιχείρημα έγινε η ευημερία, ο ευδαιμονισμός. Τα υπόλοιπα θεωρήθηκαν δεδομένα και ατρόφησαν ως ζητούμενα. Η Ευρώπη για τον Έλληνα πλέον, δεν ήταν ο διαφωτισμός, ο ορθός λόγος, οι πολιτικές ελευθερίες, ήταν οι επιδοτήσεις, τα ΜΟΠ, τα πακέτα Ντελόρ, τα ΕΣΠΑ και αργότερα το ευρώ ως σκληρό νόμισμα, τα φθηνά εισαγόμενα, τα εύκολα ταξίδια στο εξωτερικό, το «φθηνό» δανεικό χρήμα.
Η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη δεν αντιμετωπίσθηκε ως αναπτυξιακή πρόκληση αλλά ως καταναλωτικό πάρτυ. Η αποσάρθρωση της παραγωγικής μας βάσης δεν απασχολούσε κανέναν, το «δάνειο» χρήμα έρεε άφθονο και συζητούσαμε μόνο για το πόσο γρήγορα θα συγκλίνει η αγοραστική μας δύναμη με αυτή των Γερμανών και των Ολλανδών.
Το πόσο τα ελληνικά πανεπιστήμια ή τα νοσοκομεία ή οι πολεοδομίες έμοιαζαν με τα αντίστοιχα γερμανικά ή ολλανδικά, και τι θα έπρεπε να κάνουμε για να μοιάσουν, ήταν θέματα δευτερευούσης σημασίας.
H είσοδος του «σκληρού» ευρώ στα πορτοφόλια μας, μας έκανε ξαφνικά να αισθανόμαστε πλούσιοι, αλλά ταυτόχρονα μας έκανε για πρώτη φορά να αισθανόμαστε Ευρωπαίοι,.... για τους λάθος λόγους, αλλά Ευρωπαίοι.
Σε όλες τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης που διενεργούνταν από επίσημους φορείς όπως το Ευρωβαρόμετρο σε όλη την προηγούμενη δεκαετία, η χώρα όπου η Ε.Ε. και το ευρώ έχαιραν της υψηλότερης αποδοχής ήταν σταθερά η Ελλάδα. Μάλιστα, μας φαινόταν ακατανόητος ο ευρω-σκεπτικισμός, άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπου και δημοψηφίσματα γίνονταν και συχνά τα αποτελέσματα τους ήταν αρνητικά.
Συνθήκες όπως του Σένγκεν και της Λισσαβόνας, που αφορούσαν την θεσμική ανασυγκρότηση της Ευρώπης, στην Ελλάδα συζητήθηκαν από λίγο έως καθόλου.
Το τι είδους Ευρώπη χτιζόταν, ποια ήταν η αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος, ποια θα ήταν η θέση μας μέσα στο σκηνικό αυτό, δεν μας προβλημάτιζαν, στο βαθμό που μπορούσαμε να αγοράζουμε φθηνά τηλεοράσεις με επίπεδη οθόνη. Η αγοραστική μας δύναμη έδινε το μέτρο και αποδείκνυε τον «εξ-ευρωπαϊσμό» μας. Ήταν όμως ένας εξευρωπαϊσμός ρηχός και επιδερμικός, που δεν άγγιξε ποτέ την φιλοσοφία μας, το αξιακό μας σύστημα, το οργανωτικό μας μοντέλο ή τις βαθύτερες αντιλήψεις μας.
...Και ύστερα ήρθε η κρίση...
Η φούσκα του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ έσκασε αλλά το τσουνάμι χτύπησε πιο επιθετικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Απαράσκευοι και μακάριοι γίναμε ο πρώτος κρίκος μιας έτσι και αλλιώς αδύναμης αλυσίδας που έσπασε, αναδεικνύοντας τις θεσμικές αδυναμίες της ευρωζώνης και την κοντόφθαλμη οπτική των πολιτικών της ηγετών.
Για μας, η στρόφιγγα της χρηματοδότησης της βασισμένης στην κατανάλωση ανάπτυξης έκλεισε απότομα και μπήκαμε στο θανατηφόρο σπιράλ της λιτότητας, υπερφορολόγησης, ύφεσης, νέας διόγκωσης των ελλειμμάτων, νέων σκληρότερων μέτρων κοκ.
Μη όντας μαθημένοι (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών μας) να σκεφθόμασθε ως Ευρωπαίοι πολίτες, δεν μπορέσαμε να αναδείξουμε και να προβάλλουμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η κρίση ήταν πρόβλημα πρωτίστως και κυρίως για το κοινό μας νόμισμα, ότι η ελληνική κρίση δανεισμού ήταν αμελητέο ζήτημα μπροστά στο ντόμινο που θα μπορούσε να ακολουθήσει (και ακολούθησε), ότι η λύση (πέραν της προσπάθειας διόρθωσης των δικών μας αβελτηριών) δεν μπορούσε παρά να είναι πολιτική και ευρωπαϊκή.
Δεν δείξαμε ότι ενδιαφερόμασταν για το κοινό μας σπίτι, δεν προτείναμε επί της ουσίας τίποτα: ζητιανέψαμε βοήθεια και πήραμε ότι μας έδωσαν, δίνοντας χωρίς διαπραγμάτευση και εναλλακτικό σχέδιο υποσχέσεις, που ξέραμε ότι δεν θα μπορούσαμε να τηρήσουμε.
Το ιταμό ύφος των μεσαίου επιπέδου χαρτογιακάδων-αξιωματούχων της τρόϊκα, η ταπεινωτική και ξεδιάντροπη συμπεριφορά των Μερ-κοζί στην ελληνική πολιτική ηγεσία, τα χυδαία δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού λαϊκίστικου τύπου, οι εκβιασμοί με την έκτη δόση και οι ωμές παρεμβάσεις των δανειστών στην πολιτική ζωή του τόπου έριξαν και ρίχνουν λάδι στη φωτιά ενός νέου αντιευρωπαϊσμού που ανάβει στην χώρα, αλλά δεν είναι η βαθύτερη αιτία. Η βαθύτερη αιτία είναι ότι η Ευρώπη δεν σημαίνει πια και δεν ταυτίζεται με την ευημερία.
Οι εταίροι-χρηματοδότες έγιναν στο μυαλό μας επικυρίαρχοι κατακτητές, κυρίως (όχι μόνο βέβαια) γιατί σταμάτησαν να χρηματοδοτούν. Ο Παπανδρέου δεν έπεσε όταν υπέγραφε (κατά τρόπο πιθανότατα αντισυνταγματικό) το μνημόνιο και την μειωτική της εθνικής μας κυριαρχίας δανειακή σύμβαση. Έπεσε, όταν με τις ακροβασίες του δημοψηφίσματος έθεσε εν αμφιβόλω την έκτη δόση.
Την μάχη της εθνικής μας αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας μας πρέπει οπωσδήποτε να τη δώσουμε και να καταρρίψουμε τους γελοίους και παράλογους ισχυρισμούς ότι η ολόκληρη η ευρωζώνη και το διεθνές οικονομικό σύστημα κινδυνεύουν με δική μας ευθύνη.
Πρέπει να διατυπώσουμε και να υπερασπισθούμε σθεναρά, αναζητώντας και τους κατάλληλους συμμάχους εντός της Ε.Ε, προτάσεις για την πολιτική και οικονομική εμβάθυνση της Ευρώπης, για πολιτικές οικονομικής ανάπτυξης, για τερματισμό του αδιέξοδου, εμμονικού γερμανικού μονεταρισμού που γίνεται όχημα για τη για τη γερμανική πολιτική επικυριαρχία στην Ευρώπη (και είναι πιθανό να οδηγήσει και στη διάλυση της ακόμη).
Ότι όμως και να γίνει στα μέτωπα αυτά, πρέπει να στοχασθούμε, να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε εμείς, τι κοινωνία θέλουμε να χτίσουμε, τι παραγωγική βάση, τι διοίκηση, ποια θα είναι η θέση μας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, τι προϊόντα και υπηρεσίες θα προσφέρουμε, ποια είναι τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και πως θα τα εκμεταλλευθούμε. Και ΝΑΙ, να δούμε και να υιοθετήσουμε τα δυτικοευρωπαϊκά εκείνα γνωρίσματα και κεκτημένα που αρμόζουν στον πολιτισμό μας και θα κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και την κοινωνική μας λειτουργία πιο εύρρυθμη.
Δεν χρειάζεται καμία τρόϊκα και κανένας δανειστής να μας επιβάλουν απλό, εύχρηστο, σταθερό φορολογικό περιβάλλον, απόδοση της δικαιοσύνης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, απλοποίηση των διαδικασιών για την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, διαφάνεια και αξιολόγηση στη διοίκηση, διαρκή αξιολόγηση στην παιδεία, ηλεκτρονική συνταγογράφηση, ολοκλήρωση της κτηματογράφησης και σαφή ορισμό των χρήσεων γης, ανακύκλωση των σκουπιδιών, σεβασμό και επιβολή των νόμων, κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας.
Τα ανωτέρω δεν είναι σοφίες, ούτε πρωτοτυπίες. Γίνονται σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο εκτός από την χώρα μας, όπου όλοι σχεδόν συμφωνούμε ότι πρέπει να προχωρήσουν. Ας τα κάνουμε επιτέλους, γιατί είναι επιλογή μας και όχι γιατί μας επιβάλλονται.
Η υιοθέτηση ευρωπαϊκών μοντέλων θεσμικής συγκρότησης και κοινωνικοοικονομικής λειτουργίας προσαρμοσμένων και εμπλουτισμένων με τη δημιουργικότητα και την ευρηματικότητα του Έλληνα μπορεί μόνο να μας ωφελήσει . Για τους λάτρεις του καλού ποδοσφαίρου σκεφθείτε το παράδειγμα της Μπαρτσελόνα: υιοθέτησε το παραγωγικό μοντέλο των ολλανδικών ακαδημιών (του Άγιαξ) και το εμπλούτισε με την φινέτσα, το πάθος και την τεχνική της λατινικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας δημιουργώντας την υπερομάδα που θαυμάζουν και σέβονται φίλοι και εχθροί.
Κλείνοντας να υπενθυμίσω ότι ο Καποδίστριας που προσπάθησε να στήσει στα πόδια του και να εκσυγχρονίσει τον φτωχό αυτό τόπο συνάντησε ανυπέρβλητες αντιδράσεις και δολοφονήθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα μας επιβλήθηκε ο ξενόφερτος Όθωνας και οι αντιβασιλείς του.
Είναι νομίζω καλύτερο να προσπαθήσουμε να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας.
Του Σταμάτη Κυρζόπουλου*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου